-
1 тёмный
επ., βρ: тмен, темна, темно κ. (απλ.) темно.1. σκοτεινός•-ая ночь σκοτεινή (σκοταδερή) νύχτα•
-ая комната σκοτεινό δωμάτιο•
-ое царство το σκοτεινό βασίλειο•
тёмный очень тёмный ζοφερός, θεοσκότεινος.
2. σκούρος, αμαυρός, μαυριδερός•-ые волосы σκούρα μαλλιά•
-ое платье σκούρο φόρεμα.
|| βαθύχρωμος.3. μτφ. μαύρος, άχαρος, δύστυχος•-ые годы фашистской оккупации τα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής.
4. κακός, φαύλος-άσχημος•-ке деяния σκοτεινά έργα•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ые дела σκοτεινές υποθέσεις.
5. ασαφής, ακατάληπτος, ακατανόητος, θολός•-ые места в книге σκοτεινά σημεία στο βιβλίο•
-ые намки σκοτεινοί (ακαθόριστοι) υπαινιγμοί.
|| παλ. άγνωστος, ασήμαντος, απλός•тёмный человек ασήμαντος άνθρωπος.
6. μτφ. αγράμματος, απολίτιστος, καθυστερημένος.7. ουσ. -ая θ. σκοτεινό κρατητήριο, το μπουντρούμι.εκφρ.- ая мука – το χοντράλευρο•- ое пятно – μαύρη κηλίδα ή στίγμα (καταισχύνη)•- ым-темно – θεοσκόταδο, τρισκόταδο, ζόφος, έρεβος•от темна до темна; с темна до темна – (απλ.) από τη νύχτα το πρωί ως τη νύχτα το βράδυ•темна вода во облацех – θολό νόημα, ασαφές, ακατάληπτο. -
2 фактис
το λάστιχο ελαίου (της στεγανότητας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фактис